Προοπτικές ανάπτυξης της καλλιέργειας κηπευτικών στην Ελλάδα

Κωνσταντίνος Ακουμιανάκης,  Ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν για καλλιέργεια κηπευ...


Κωνσταντίνος Ακουμιανάκης, 
Ομότιμος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν για καλλιέργεια κηπευτικών στην Ελλάδα θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής: 

Η διαχρονική εμπειρία στην καλλιέργεια πολλών ειδών, που τα περισσότερα αποτελούν μέρος της ελληνικής χλωρίδας, γνωστής από την αρχαιότητα. Τα περισσότερα φυλλώδη λαχανικά, τα βολβώδη (κρεμμύδι, πράσο, σκόρδο), τα καλλιεργούμενα για τη γογγυλόριζα (παντζάρι, καρότο, ραπανάκι), είναι τα λαχανικά που είναι γνωστά και καλλιεργούνται πάνω από δύο χιλιετίες στον ελλαδικό χώρο. Αυτό σημαίνει και γνώση της καλλιέργειάς τους, αλλά και προσαρμογή στις συνθήκες που επικρατούν.

Η ποικιλομορφία εδαφών και η προσαρμογή σε αυτά λαχανικών που απαιτούν ιδιαιτερότητες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Νάξος, όπου με τα αμμώδη εδάφη που υπάρχουν στο νησί η πατάτα αποτελεί κύρια καλλιέργεια και, βέβαια, είναι γνωστή η ποιότητά της.

Το ήπιο γενικά κλίμα που επικρατεί σε όλο τον ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στη νότια Ελλάδα. Το πλεονέκτημα αυτό είναι τεράστιο για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι δεν υπάρχει εποχή του χρόνου που να μην μπορεί να καλλιεργηθεί κάποιο λαχανικό. Πρακτικά, σημαίνει παραγωγή ιδιαίτερα χειμωνιάτικων λαχανικών σε εποχές όπου η βόρεια Ευρώπη, κυρίως, δεν μπορεί να καλλιεργήσει, λόγω της δριμύτητας του χειμώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η πατάτα καλλιεργείται τρεις εποχές στην Ελλάδα όταν σε χώρες του βορρά καλλιεργείται μία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η καλλιέργεια υπό κάλυψη καθίσταται πιο επιτυχής σε συνθήκες ήπιων χειμώνων και λιγότερο δαπανηρή σε καύσιμα για θέρμανση. Ετσι, μεγάλες εκτάσεις θερμοκηπίων αναπτύσσονται στην Κρήτη και στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο.

Οι ξηροθερμικές συνθήκες, ιδιαίτερα των νησιών του Αιγαίου, που εξασφαλίζουν παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τοματάκι της Σαντορίνης. Καλλιεργείται άνυδρο και η διατροφική του αξία, καθώς και τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του είναι τεράστια.

Το μεγαλύτερο, όμως, πλεονέκτημα είναι η ηλιοφάνεια που επικρατεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ανεξάρτητα από την εποχή του έτους. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα που διαθέτει η χώρα μας. Χιλιάδες έρευνες έχουν δείξει ότι, για να παραχθεί ένα λαχανικό με καλή γεύση και υψηλή διατροφική αξία, ο σημαντικότερος παράγοντας είναι το φως. Σαφώς προσμετρούνται και άλλοι παράγοντες, όπως η ποικιλία, η σωστή θρέψη του φυτού, η κανονικότητα στην άρδευση και η αποτελεσματική φυτοπροστασία, αλλά κανένας παράγοντας δεν παίζει τόσο σημαντικό ρόλο όσο το φως. Η εξήγηση είναι απλή, αν αναλογιστούμε ότι η σπουδαιότερη λειτουργία του κάθε φυτού είναι η φωτοσύνθεση.

Τα μειονεκτήματα της καλλιέργειας κηπευτικών στην Ελλάδα συνοψίζονται στα εξής: 

Η χώρα μας παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλομορφία καλλιεργούμενων εδαφών με βάση το γεωλογικό ανάγλυφο σε όλη την επικράτεια, μεσογειακή και νησιωτική. Αυτό υποχρεώνει σε επιλογή για καλλιέργεια εκείνων των ειδών που μπορούν να προσαρμοστούν στα εδάφη αυτά. Είναι πρακτικά αδύνατο να βελτιωθεί ένα έδαφος σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να καλλιεργηθεί με επιτυχία ένα απαιτητικό λαχανικό.

Στο μεγάλο θέμα της εξασφάλισης πολλαπλασιαστικού υλικού η χώρα μας υστερεί σε σημαντικό βαθμό, και μάλιστα για λαχανικά υψηλής οικονομικής απόδοσης, όπως είναι τα καλλιεργούμενα στο θερμοκήπιο (τομάτα, πιπεριά, μελιτζάνα, αγγούρι, πεπόνι, κολοκύθι κ.λπ.). Αυτό το μειονέκτημα έχει και δυσμενείς επιδράσεις στο κόστος παραγωγής, αφού οι Ελληνες παραγωγοί πληρώνουν ακριβότερα τους σπόρους που παράγονται σε άλλες χώρες.

Η ελλιπής εκπαίδευση των Ελλήνων παραγωγών. Οταν χώρες όπως η Ολλανδία και η Γερμανία έχουν επιμορφωμένους αγρότες σε ποσοστό 70% και η Ελλάδα σε ποσοστό 5%, γίνεται αντιληπτό πόση δουλειά πρέπει να γίνει στον τομέα της εκπαίδευσης, όπου χρειάζεται στρατηγική και οργάνωση από όλους τους φορείς που εμπλέκονται στην εκπαίδευση (ινστιτούτα, πανεπιστήμια, τεχνολογικά ιδρύματα), με συντονιστή βέβαια το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.

Ο μικρός κλήρος, ως αποτέλεσμα του Κληρονομικού Δικαίου, αλλά και άλλων παραγόντων, ιστορικών και γεωγραφικών. Το θέμα αυτό είναι τεράστιο, γιατί η κατάτμηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων ανεβάζει το κόστος παραγωγής και σε χρόνο εργασίας, αλλά και σε καύσιμα. Η λύση θα μπορούσε να είναι ο αναδασμός, αλλά η εφαρμογή του στο παρελθόν έδειξε ότι υπάρχουν προβλήματα. Η καλλιέργεια, όμως, σε ομάδες παραγωγών ενός είδους έδειξε ότι μπορεί να δουλέψει και να εξασφαλίσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις που απαιτούνται για επιτυχημένη παραγωγή και εμπορία.

Το 33% των αγροτών έχει ηλικία μεγαλύτερη των 64 ετών. Ηλικία μικρότερη των 35 ετών έχει μόνο το 7,2% του συνόλου. Ενα σοβαρό μειονέκτημα, γιατί μόνο νέοι αγρότες θα μπορούσαν και να επιμορφωθούν στα σύγχρονα συστήματα καλλιεργειών, αλλά και σε νέες τεχνολογίες, που μπορούν να εξασφαλίσουν και μείωση του κόστους και αύξηση της παραγωγής.

Οπως αναφέρει ο Καρανικόλας (καθηγητής ΓΠΑ), το έτος 2009 περίπου το 60% του γεωργικού οικογενειακού εισοδήματος προερχόταν από επιδοτήσεις και ενισχύσεις και μόνο το 40% αντιστοιχούσε σε εισπράξεις από τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά.

Η ελλιπής συσκευασία και τυποποίηση των προϊόντων. Στον τομέα αυτό υστερούμε με ελάχιστες εξαιρέσεις και έτσι δεν διασφαλίζεται το μεγάλο ζητούμενο, που είναι η εξαγωγική δραστηριότητα.

Η απουσία προβολής των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ελληνικών κηπευτικών προϊόντων (οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, διατροφική αξία). Αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί, αφού λυθεί το προηγούμενο πρόβλημα συσκευασίας και τυποποίησης. Ηδη σε κάποια προϊόντα, όπως το σταμναγκάθι, που τυποποιούνται σε σύγχρονα μέσα, δίνεται η δυνατότητα αναγραφής στη συσκευασία τόσο του τόπου προέλευσης όσο και, κυρίως, της διατροφικής αξίας και των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του φυτού.

Η παραγωγή πιστοποιημένων προϊόντων που διασφαλίζει την ασφάλειά τους (βιολογικά ή ολοκληρωμένης διαχείρισης). Σήμερα ο μέσος καταναλωτής απαιτεί προϊόντα ασφαλή από πλευράς υπολειμμάτων χημικώς παρασκευασμάτων. Τόσο η βιολογική καλλιέργεια όσο και η ολοκληρωμένη διαχείριση και παραγωγή εξασφαλίζουν, με την πιστοποίηση που συνοδεύει τα προϊόντα, την ασφάλειά τους στην κατανάλωση.

Η δυσκολία στις μεταφορές. Αυτός ο παράγοντας έχει να κάνει και με το ανάγλυφο της χώρας, αλλά και κυρίως με τα νησιά. Ετσι, το ανάγλυφο και τα νησιά, που λειτουργούν πολύ θετικά για την ανάπτυξη του τουρισμού, ταυτόχρονα δημιουργούν προβλήματα στη διακίνηση ευπαθών προϊόντων.

Υστερα από όλα αυτά τα μεγάλα ερωτήματα είναι: Υπάρχει αυτάρκεια στη χώρα μας σε κηπευτικά; Υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγών; Οσον αφορά στο πρώτο ερώτημα, δυστυχώς, η απάντηση είναι ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν υπάρχει αυτάρκεια παραγωγής κηπευτικών στην εγχώρια αγορά. Για πολλά είδη, όπως η πατάτα, το καρότο, η τομάτα, αλλά και μικρότερης οικονομικής σημασίας λαχανικά, όπως τα καλλιεργούμενα ραδίκια, που είναι ευρείας κατανάλωσης, σχεδόν σε καθημερινό επίπεδο δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες ποσότητες στην αγορά, με αποτέλεσμα να γίνονται εισαγωγές. Το αρνητικό σε πολλές περιπτώσεις αυτών των ειδών είναι ότι η τιμή εισαγωγής είναι διπλάσια από την τιμή εξαγωγής σε μικρές ποσότητες που διακινούνται. 
 
Ο λόγος είναι ότι εισάγουμε καρότο, για παράδειγμα, από τη Γερμανία, ενώ εξάγουμε στη Βουλγαρία. Οσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, η απάντηση είναι θετική, εφόσον εξαλείψουμε κάποια από τα μειονεκτήματα που αναφέρθηκαν και εκμεταλλευτούμε τα πολύ θεμελιακά πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει η θέση της χώρας και τον ήλιο που λούζει κάθε περιοχή της Ελλάδας σχεδόν όλο τον χρόνο. 
 
Η ομαδική καλλιέργεια, η συμβολαιακή γεωργία, η βελτίωση της συσκευασίας και τυποποίησης, η αναγραφή της διατροφικής αξίας και των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών, η πιστοποίηση των κηπευτικών είναι προϋποθέσεις που, αν εξασφαλιστούν, θα ικανοποιήσουν αφενός τις ελλείψεις που παρατηρούνται και αφετέρου θα απογειώσουν τα ελληνικά κηπευτικά σε αγορές απαιτητικές, εξασφαλίζοντας καλύτερες τιμές. Είναι αδιανόητο, την ώρα που χώρες της Βόρειας Ευρώπης ανεβάζουν κάθε τόσο τα ανεκτά επίπεδα των νιτρικών στα φυλλώδη λαχανικά, γιατί, λόγω έλλειψης ηλιοφάνειας, οι συγκεντρώσεις είναι υψηλές, να μην κατακλύζουν τις ευρωπαϊκές αγορές τα παραγόμενα φυλλώδη στην Ελλάδα, όπου οι μέσες συγκεντρώσεις των νιτρικών είναι υποπενταπλάσιες των αντίστοιχων προϊόντων. 
 
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε έναν πλούτο αυτοφυών ειδών της ελληνικής χλωρίδας, που, αν προστεθούν στον μακρύ κατάλογο των καλλιεργούμενων ειδών με την τεράστια προσαρμοστικότητα που έχουν, με την υψηλότατη διατροφική αξία και την ευκολία στην καλλιέργεια, αποτελούν εναλλακτικές καλλιέργειες με πολύ μεγάλη προοπτική. Είναι, βέβαια, τα λαχανευόμενα είδη ή αλλιώς τα άγρια χόρτα, που ο σχολιασμός τους αποτελεί ένα ξεχωριστό άρθρο.
 
agro-business.gr
 
Αν βρήκατε το άρθρο ενδιαφέρον κλικ ΕΔΩ
Για άμεση ενημέρωση ακολουθήστε μας στο facebook & στο twitter

Σχόλια