Θα παραμείνουν στον τόπο τους οι πλημμυροπαθείς αγρότες;

Από τους Κώστα Γκούμα – Τάσο Μπαρμπούτη * Συμπληρώθηκαν ήδη δύο μήνες από τις δραματικές εκείνες ημέρες που οι ακραίες καταιγίδες «Ντάνιελ» ...



Από τους Κώστα Γκούμα – Τάσο Μπαρμπούτη *

Συμπληρώθηκαν ήδη δύο μήνες από τις δραματικές εκείνες ημέρες που οι ακραίες καταιγίδες «Ντάνιελ» και «Ελίας» προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στη Θεσσαλία. Και επειδή στις πληγείσες περιοχές κυριαρχεί η απογοήτευση και η αγωνία για το μέλλον, θα προσεγγίσουμε επιλεκτικά κάποια κρίσιμα θέματα από τη σκοπιά ενός αγρότη - κατοίκου σε μια από τις περιοχές που υπέστησαν πολύ σημαντικές καταστροφές.


Κάνουμε, λοιπόν, την υπόθεση πως ο αγρότης αυτός είναι ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος διαθέτει μια οικογενειακή γεωργική έκταση 50 έως 100 στρεμμάτων, και πως με τις καταστροφικές πλημμύρες του περασμένου Σεπτέμβρη τα νερά κατέκλυσαν το χωράφι του, κατέστρεψαν τη σοδειά του, τις αποθήκες του, τον γεωργικό του εξοπλισμό, αχρήστευαν την οικοσκευή του και κατέστησαν το σπίτι που ζει στο χωριό με τη γυναίκα του και τα παιδιά του ως ακατάλληλο για να κατοικηθεί.
Ας δούμε, λοιπόν, σε ποιες «σταθερές» θα μπορούσε να στηριχθεί ο άνθρωπος αυτός που θα τον οδηγήσουν στην απόφαση να συνεχίσει τον αγώνα στον τόπο του.

Ας δούμε, ακόμη, με μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα πώς ανταποκρίνεται η Πολιτεία στην προσπάθειά του αυτή.

1. Σε σχετικές διαμαρτυρίες αγροτικών φορέων διαβάζουμε πως ακόμη και σήμερα, δύο μήνες μετά την καταστροφή, αρκετοί πλημμυροπαθείς γεωργοί και κτηνοτρόφοι δεν έχουν ακόμη λάβει την αρχική ενίσχυση των 6.600 ευρώ για τις άμεσες ανάγκες τους. Επίσης, σε πολλές οικογένειες δεν έχει ακόμη επιλυθεί το άμεσο πρόβλημα της στέγασης, με αποτέλεσμα αρκετοί να φιλοξενούνται δεξιά και αριστερά, ενώ κάποιοι άλλοι στεγάζονται προσωρινά σε συνθήκες προσφυγιάς, την ίδια ώρα που τα σχολεία για τα παιδιά έχουν αρχίσει να λειτουργούν εδώ και αρκετές εβδομάδες και «τρέχουν» οι οικογενειακές υποχρεώσεις.

Και επειδή υπάρχουν και παλαιότερες εμπειρίες από ανάλογες περιπτώσεις, όπως π.χ. αντιμετώπιση του στεγαστικού σε σεισμοπαθείς που μένουν για πολύ καιρό σε κοντέινερς, ποιες είναι οι προοπτικές το ελληνικό κράτος να προσφέρει ενισχύσεις για την αποκατάσταση της οικοσκευής των πληγέντων από τις πλημμύρες και, κυρίως, τη δυνατότητα να ξαναφτιάξουν το σπίτι τους από την αρχή;

Και εάν έχουν οι αρμόδιοι κάτι στον νου τους, δεν θα έπρεπε με απόλυτη σαφήνεια να το έχουν ανακοινώσει;

2. Ένα άλλο μεγάλο θέμα είναι πόση ασφάλεια μπορεί να αισθάνεται κανείς με όσα συμβαίνουν στη Θεσσαλία.
Πέρασαν δύο μήνες και κανένας πολιτικός παράγοντας, κεντρικά ή τοπικά, δεν έχει αναλάβει την, πολιτική έστω, ευθύνη για τις σοβαρές αστοχίες που παρατηρήθηκαν στην αντοχή και λειτουργία των συστημάτων αντιπλημμυρικής προστασίας. Το μόνο που ακούσαμε είναι πως η ένταση των καιρικών φαινομένων ήταν «πρωτοφανής», αφήνοντας την εντύπωση πως ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστούν ή έστω να περιοριστούν σημαντικά οι συνέπειές τους. Δεν είναι, όμως, αυτή η πραγματικότητα. Όπως επανειλημμένα έχουμε γράψει, σημαντικά έργα συγκράτησης των υδάτων στα ορεινά «απουσίαζαν» από το σύστημα της αντιπλημμυρικής προστασίας.
Οι ευθύνες γι’ αυτό βαρύνουν όλες τις κυβερνήσεις, αλλά και τους τοπικούς μας εκπροσώπους, που αποδεδειγμένα όλοι τους υποτίμησαν τη σημασία αυτών των έργων και αμέλησαν για την υλοποίησή τους.
Ίσως, μάλιστα, στις Κυβερνήσεις και στην Περιφέρεια όλα αυτά τα χρόνια δεν πίστευαν στην τόσο συχνή εμφάνιση έντονων πλημμυρικών φαινομένων, οπότε έριξαν το βάρος τους σε έργα που τους οδηγούν πιο εύκολα σε εκλογικές επιτυχίες.

Και ναι μεν αυτοί διαψευστήκαν οικτρά, ο κόσμος, όμως, «πληρώνει το μάρμαρο» της ανευθυνότητας και της ανεπάρκειάς τους. 
Είχαμε την περίοδο αυτήν την ευκαιρία να επισκεφθούμε πολλά από τα σημεία όπου η αντιπλημμυρική προστασία κατέρρευσε. Και είναι η κοινή διαπίστωση όσων γνωρίζουν το θέμα πως οι υπάρχουσες αντιπλημμυρικές υποδομές που διαθέτει η Θεσσαλία (αναχώματα, τάφροι - συλλεκτήρες υδάτων κ.λπ.) ήταν συχνά εγκαταλελειμμένες, με ελλιπή συντήρηση και απουσία τακτικού ελέγχου, όσον αφορά τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στον σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκαν. 
Με απλά λόγια, αποκαλύφθηκε η «γύμνια» του μηχανισμού αντιπλημμυρικής προστασίας, καθώς και εκείνου της Πολιτικής Προστασίας, που και αυτός «βούλιαξε» στην έλλειψη οργάνωσης, στελέχωσης, κατάλληλων τεχνολογικών - ψηφιακών μέσων και φυσικά επαρκούς διοίκησης, πολιτικής και υπηρεσιακής. Και ας έλθουμε και πάλι στον αγρότη που συζητάμε. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, άραγε πόσο ασφαλής μπορεί να αισθάνεται από τη συχνή, όπως προβλέπεται, εμφάνιση έντονων κλιματικών φαινομένων, κάτι, άλλωστε, που συνέβη με τις δύο καταστροφικές πλημμύρες του «Ιανού» και του «Ντάνιελ» σε ένα διάστημα μόλις τριών ετών;
Αλλά ο ίδιος άνθρωπος θα σκεφθεί και το άλλο μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί τη Θεσσαλία και τον αφορά άμεσα.

Αναφερόμαστε στην «άλλη όψη του νομίσματος», όπως είναι η έντονη έλλειψη νερού που όλα αυτά τα χρόνια δεν κατέστη δυνατόν να αντιμετωπιστεί.
Και είναι γελασμένοι όσοι φαντάζονται πως οι έντονες πλημμύρες του Σεπτέμβρη θα κάνουν τους αγρότες (και όχι μόνο αυτούς) να ξεχάσουν την ανομβρία του περασμένου χειμώνα, αλλά και τα προμηνύματα του φετινού Οκτώβρη, ο οποίος, σύμφωνα με τους μετεωρολόγους (Π. Γιαννόπουλος - ΕΡΤ), υπήρξε ο θερμότερος και πιο άνυδρος μήνας των τελευταίων 25 ετών.

3. Και επειδή μεγάλη συζήτηση γίνεται για τη γενικότερη ανασυγκρότηση στην περιοχή, τίθεται το μείζον θέμα της αξιοπιστίας όσων εξαγγέλλονται από την Κυβέρνηση την περίοδο αυτήν. Το βέβαιο είναι πως τα τελευταία δέκα χρόνια τα δύο βασικά Σχέδια που αφορούν στο θέμα των υδάτων, δηλαδή τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) και Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμυρών (ΣΔΚΠ), εκπονούνται και αναθεωρούνται σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των ευρωπαϊκών οδηγιών, αλλά στη συνέχεια, με αποκλειστική ευθύνη των πολιτικών, παραμένουν αναξιοποίητα στα συρτάρια τους, χωρίς, δυστυχώς, να διατίθενται οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι για την πραγματοποίηση των δράσεων και των έργων που οι ίδιοι εγκρίνουν (!). Επιπλέον, ακόμη και όταν κάτω από την πίεση των πραγμάτων οι κυβερνώντες δώσουν κάποια υπόσχεση για ένα σημαντικό έργο, γρήγορα το «ξεχνάνε» και αναζητούν διάφορες επικοινωνιακές τακτικές, ώστε να ξανακερδίσουν την ψήφο των πολιτών. 

Χαρακτηριστικά παραδείγματα -για να παραμείνουμε μόνο στη σημερινή Κυβέρνηση- οι υποσχέσεις για την ολοκλήρωση των έργων Αχελώου στην αρχή της θητείας του κ. Μητσοτάκη, στη συνέχεια έγιναν «συνταγματικές δυσκολίες», ενώ οι εξαγγελίες, μετά τον «Ιανό», για ένα άλλο σημαντικό έργο, το φράγμα Μουζακίου, δεν είχαν μέχρι τώρα κάποια συνέχεια.

Με τέτοιες πολιτικές - επικοινωνιακές πρακτικές των κυβερνώντων, δύσκολα ο αγρότης - κάτοικος της περιοχής θα δώσει βάση στις νέες εξαγγελίες περί ανασυγκρότησης και προστασίας από τα κλιματικά φαινόμενα. Κατά μείζονα λόγο όταν επί χρόνια διαπιστώνει πως δύσκολα αλλάζουν την τακτική τους οι κυβερνήσεις, αλλά και οι τοπικές αρχές (Περιφέρεια, Δήμαρχοι, ΠΕΔ), οι οποίες ελάχιστα έως καθόλου πίεσαν την Κυβέρνηση να τηρήσει τις υποσχέσεις της, επιδιώκοντας προφανώς να την προστατέψουν από το πολιτικό κόστος.

Μήπως τελικά και ο αγρότης του παραδείγματος, όπως σημαντικό μέρος των πληγέντων, θα παραδοθεί και αυτός στα συναισθήματα της αγανάκτησης και της απογοήτευσης, εγκαταλείποντας ίσως την προσπάθεια της δικής του ανασυγκρότησης στον τόπο του;

4. Ένα ακόμα πολύ σημαντικό για τους πληγέντες, αλλά και για το σύνολο του αγροτικού κόσμου είναι το θέμα των αποζημιώσεων και των πάσης φύσεως ενισχύσεων. Όπως οι φορείς καταγγέλλουν, δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στους δικαιούχους χρήματα παλαιότερων ετών από διάφορα μέτρα ενίσχυσης, ενώ η αρωγή για τους πλημμυροπαθείς έρχεται «κυριολεκτικά με το σταγονόμετρο». 

Για το θέμα αυτό ο Περιφερειάρχης, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, δηλώνει πως «πιέζουμε για την ταχύτερη καταβολή των αποζημιώσεων στους πληγέντες», ενώ την ίδια ώρα οι αγρότες ζητούν εναγωνίως να πληροφορηθούν το τελικό ύψος των αποζημιώσεων, ώστε να καθορίσουν την πορεία τους στην επόμενη χρόνια, ειδικά όταν στενεύουν απελπιστικά τα περιθώρια για σπορά σιτηρών κ.ά. Παρόλα αυτά, ο πρόεδρος του ΕΛΓΑ δεν δίνει εξηγήσεις και περιορίζεται μόνο στην υπόσχεση πως «οι προκαταβολές για τις απώλειες ζωικού κεφαλαίου και για τις ζημίες στη φυτική παραγωγή θα καταβληθούν εντός του Νοεμβρίου».

Πώς θα πρέπει, λοιπόν, να αισθανθεί ο αγρότης που αναφερόμαστε μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση;

Πού θα πρέπει να εναποθέσει τις ελπίδες του για να προχωρήσει έστω έως την επόμενη χρονιά;

Τι μπορεί να περιμένει από την Πολιτεία για να ξαναρχίσει μια νέα, βιώσιμη επαγγελματικά, πορεία;

Αν και συμβαίνουν πολλά ακόμα που θα μπορούσαν να προβληματίσουν σοβαρά τους πληγέντες για το μέλλον τους στον τόπο τους, θα περιοριστούμε σε αυτά τα λίγα θέματα που θίξαμε παραπάνω.

Και φυσικά δεν θα επεκταθούμε στα προβλήματα του κόστους ενέργειας, τιμών στα αγροτικά προϊόντα, χρηματοδότησης των παραγωγών κ.ο.κ. (άλλωστε ο χώρος δεν το επιτρέπει). 

Ούτε θα θίξουμε διάφορες κοινωνικές παραμέτρους (σύστημα υγείας, εκπαίδευση παιδιών κ.λπ.) που είναι έξω από το «δικό» μας αντικείμενο, παρότι και αυτά έχουν τη δική τους συμβολή σε κρίσιμες αποφάσεις μιας οικογένειας.
Θα επιμείνουμε, όμως, στο κρίσιμο για τη Θεσσαλία ερώτημα με το οποίο θα κλείσουμε. 

Εάν, δηλαδή, ο άνθρωπος αυτός θα παραμείνει στην πληγείσα περιοχή δίνοντας έναν άνισο αγώνα να ανασυγκροτηθεί προσωπικά, οικογενειακά και επαγγελματικά. Εάν θα συνεχίσει να καλλιεργεί στον τόπο του ή θα πρέπει να αναζητήσει την τύχη του σε άλλο μέρος της χώρας και να επιβιώσει κάνοντας κάποιο άλλο επάγγελμα. Εάν και κατά πόσον οι κυβερνώντες θα ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, ώστε να αποφευχθεί η εξελισσόμενη πληθυσμιακή αφαίμαξη στην περιοχή μας, που στην περίπτωση αυτή, στο ορατό μέλλον, μας περιμένει η ύφεση σε αρκετούς τομείς της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας.

 [Σημ.: Όπως επισημαίνουν ειδικοί επιστήμονες, η εγκατάλειψη των χωραφιών επιφέρει την υποβάθμιση της αγροτικής γης και οδηγεί στην ερημοποίηση του θεσσαλικού κάμπου. Και τα στοιχεία αυτής της δραματικά αρνητικής πορείας προς την ερημοποίηση τα ανακοινώνουν οι ίδιοι οι κρατικοί παράγοντες (δείτε άρθρο του εδαφολόγου Χρ. Τσαντήλα, «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», 30/10/23), χωρίς, όμως, οι ίδιοι να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους για την αναστροφή ή έστω τη μη περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης]. 

Το λέμε και το γράφουμε για πολλοστή φορά. Δεν έχουν νόημα απλά και μόνο οι αναφορές και οι αναλύσεις γύρω από αυτά τα θέματα. Απαιτείται εμείς οι ίδιοι, με τους φορείς και τις οργανώσεις μας, να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση των υδάτων, του περιβάλλοντος και της ασφάλειάς μας, απαιτώντας προγραμματισμό, σωστή διοίκηση, χρηματοδότηση δράσεων και έργων. 

Εάν δεν κινηθούμε διεκδικητικά, με ένα σαφές και τεκμηριωμένο πλαίσιο διεκδικήσεων, τότε αποδεχόμαστε μοιρολατρικά την τακτική κυβερνήσεων και τοπικών παραγόντων (που τις «σιγοντάρουν»), ώστε όλοι μαζί να συνεχίσουν ανενόχλητοι να παίζουν τα επικοινωνιακά τους παιχνίδια και να υπηρετούν τις δικές τους μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.

*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.


Σχόλια