Δύο εκατομμύρια άνθρωποι την εβδομάδα έχουν σήμερα ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας, εξαιτίας των ακραίων καιρικών φαινομένων και της επισι...
Δύο εκατομμύρια άνθρωποι την εβδομάδα έχουν σήμερα ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας, εξαιτίας των ακραίων καιρικών φαινομένων και της επισιτιστικής κρίσης, που προκαλεί σε αρκετά σημεία του πλανήτη η κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό το οικονομικό κόστος κυμαίνεται από 3,5 έως 12 δισ. δολάρια ετησίως και θα ανέβει τουλάχιστον στα 20 δισ. μέσα στις επόμενες τρεις δεκαετίες αποκλειστικά και μόνο για την ανακούφιση πληγέντων από πλημμύρες, ξηρασίες και άλλα ακραία φαινόμενα.
Τα στοιχεία αυτά έχουν μπροστά τους οι ηγέτες, που έχουν συγκεντρωθεί στη Νέα Υόρκη για τη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, αλλά και οι σχεδόν 90 μεγάλες επιχειρήσεις όλων των κλάδων, από τα τρόφιμα και το τσιμέντο έως τις τηλεπικοινωνίες, που δεσμεύθηκαν να περιορίσουν τις εκπομπές ρύπων και να κινηθούν προς ένα μέλλον μηδενικών εκπομπών άνθρακα.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ερυθρού Σταυρού, εάν κυβερνήσεις και ιδιωτικός τομέας δεν λάβουν δραστικά μέτρα άμεσα, ο αριθμός των ανθρώπων, που υποφέρουν από ακραία φαινόμενα θα αυξηθεί από τα 108 εκατομμύρια ετησίως σήμερα σε 200 εκατομμύρια σε τριάντα χρόνια. Το κόστος θα υπερβεί στο ίδιο διάστημα τα 20 δισ. δολάρια ετησίως.
Δεν είναι βεβαίως μόνο τα κεφάλαια, που χρειάζεται να δοθούν σε ανθρωπιστική βοήθεια. Η οικονομική ζημιά είναι πολύ μεγαλύτερη. Πρόσφατη έρευνα του Κέμπριτζ είχε καταδείξει ότι εάν η κατάσταση στον πλανήτη μείνει ως έχει, η κλιματική αλλαγή θα καταστρέψει έως το 2100 τις οικονομίες χωρών πλούσιων και φτωχών σε θερμές ή ψυχρές ζώνες.
Σε ένα σενάριο που θέλει τις οικονομίες του πλανήτη να επιμένουν εν πολλοίς στη σημερινή ρότα, οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες θα αυξηθούν κατά 4 βαθμούς Κελσίου έως το 2100 και το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα έρθει αντιμέτωπο με απώλειες άνω του 7% προειδοποιούν οι επιστήμονες, που εργάστηκαν για την έρευνα.
Η αμερικανική οικονομία, η μεγαλύτερη του πλανήτη, θα χάσει το 10% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ ο Καναδάς, που βλέπει την θερμοκρασία να ανεβαίνει με ρυθμό διπλάσιο του υπόλοιπου κόσμου, θα έχει απώλειες 13% στο κατά κεφαλήν εισόδημα. Στους μεγάλους χαμένους και η Ελβετία με το κόστος να ανέρχεται στο 12%. ενώ για την Ινδία, την Ιαπωνία και τη Νέα Ζηλανδία οι απώλειες στο κατά κεφαλήν εισόδημα θα είναι 10% και για τη Ρωσία περίπου 9%. Περίπου το 4% του εισοδήματός τους θα χάσουν και οι πολίτες της Βρετανίας.
Οι επιχειρήσεις αναλαμβάνουν δράση
Στο πλαίσιο αυτό σχεδόν 90 εταιρικοί κολοσσοί αποφάσισαν να σηκώσουν το μερίδιο ευθύνης, που τους αναλογεί. Σύμφωνα με την οργάνωση We Mean Business για πιο φιλικές στο περιβάλλον πολιτικές δεσμεύθηκαν 87 εταιρείες με συνολική κεφαλαιοποίηση ύψους 2,3 τρισ. δολαρίων.
Ορισμένες εξ αυτών συμφώνησαν να μηδενίσουν τις εκπομπές άνθρακα έως το 2050. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται η ελβετική βιομηχανία τροφίμων Nestle, η γαλλική εταιρεία καλλυντικών L'Oreal και η επίσης γαλλική βιομηχανία οικοδομικών υλικών Saint Gobain. Άλλες δεν ήταν εξίσου τολμηρές, αλλά δεσμεύθηκαν και εκείνες να εναρμονίσουν τις δραστηριότητές τους με τους στόχους της Συμφωνίας των Παρισιών για περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Μεταξύ αυτών είναι η φινλανδική εταιρεία τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού Nokia, η γαλλική βιομηχανία τροφίμων Danone και η βρετανική φαρμακοβιομηχανία AstraZeneca.
Ωστόσο η We Mean Business προειδοποιεί πως αυτό δεν είναι αρκετό να αποφευχθεί η καταστροφή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως λέει, είναι το γεγονός ότι οι βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων εξακολουθούν να αναπτύσσουν συνεχώς νέα κοιτάσματα πετρελάιου και φυσικού αερίου, ενώ σε ορισμένες αναπτυσσόμενες οικονομίες συνεχίζουν να επεκτείνονται και τα εργοστάσια ηλεκτρικού ρεύματος, που στηρίζονται στον λιγνίτη.
naftemporiki.gr
Σχόλια