Δημήτρης Κουρέτας: «Η βιοποικιλότητα της χώρας, το συγκριτικό της πλεονέκτημα»

Ο καθηγητής Φυσιολογίας Ζωικών Οργανισμών - Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μέλος του Ανώτατου Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων της Ευ...


Ο καθηγητής Φυσιολογίας Ζωικών Οργανισμών - Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και μέλος του Ανώτατου Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διαχείριση χημικών κρίσεων Δημήτρης Κουρέτας μιλά για τις νέες προκλήσεις της αγροτικής παραγωγής, ώστε να ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Όπως ο ίδιος παρατηρεί, η Ελλάδα έχει μείνει πίσω στους στόχους, ενώ το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι η φυγή της γνώσης και η μη προώθηση των μικρών παραγωγών.





Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας εκδόθηκαν και επιμέρους πολιτικές, όπως η Στρατηγική για την Προστασία της Βιοποικιλότητας, με ορίζοντα το 2030, και η Στρατηγική από το Αγρόκτημα στο Πιάτο. Ποια είναι τα βασικά σημεία της στρατηγικής αυτής σε σχέση με την καλλιέργεια των προϊόντων;

Υπάρχει μια μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, σε σχέση με την πρόσβαση σε ποιοτικά προϊόντα. Το πρώτο μέλημα της Στρατηγικής από το Αγρόκτημα στο Πιάτο είναι η εξασφάλιση οικονομικά προσιτών και βιώσιμων τροφίμων για όλους τους πολίτες. Το δεύτερο σκέλος είναι η προστασία των προϊόντων από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και το τρίτο είναι η διατήρηση της βιοποικιλότητας. Το τελευταίο θέλω να πιστεύω ότι θα αφορά ειδικά και την Ελλάδα, που είναι ο μεγαλύτερος θύλακας βιοποικιλότητας σε όλη την Ευρώπη και επομένως από το πακέτο μέτρων 10 δισ., θα προκύψει ειδικό κονδύλι για τη χώρα μας. Ένα άλλο κομμάτι είναι η εξασφάλιση της ικανοποιητικής οικονομικής απόδοσης στην αλυσίδα τροφίμων, το οποίο προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κατασπατάληση πόρων. Και το τελευταίο αφορά το ζήτημα της βιολογικής γεωργίας.

Να σταθούμε λίγο στο τελευταίο σκέλος. Τι δυνατότητες ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας έχουμε στην Ελλάδα; Πώς μπορούμε να επιτύχουμε, παράλληλα, το στόχο της Επιτροπής ότι πρέπει να έχουμε προϊόντα με περίσσεια θρεπτικών ουσιών;

Ο κόσμος πιστεύει ότι η Ελλάδα δεν παράγει. Η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα έχει αυτάρκεια σε αρκετά αγαθά, όπως είναι το κοτόπουλο, το ελαιόλαδο, το τυρί, τα ψάρια, τα φρούτα, τα λαχανικά. Βέβαια, έχει ελλείψεις σε άλλα βασικά προϊόντα, που αναγκαστικά εισάγει, όπως είναι το μαλακό στάρι, το βοδινό κρέας, το χοιρινό και το αγελαδινό γάλα. Αυτό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε είναι να στηριχθούμε σε καλλιέργειες που έχουν μεγάλη προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο. Αυτή τη στιγμή πρώτη είναι η Σουηδία με 60.000 ευρώ το χρόνο ανά εργαζόμενο στον αγροτικό τομέα, η Ισπανία και η Ιταλία είναι στη μέση με 40.000 και η Ελλάδα είναι προς το τέλος με 12.000 ευρώ. Διαχρονικά κάνουμε λάθος επιλογές στον αγροτικό τομέα. Μπορούμε όμως να πάρουμε παραδείγματα από ανεπτυγμένες χώρες, όπως είναι η Νέα Ζηλανδία, λίγο μικρότερη χώρα σε έκταση από την Ελλάδα και σχεδόν ίση σε αξία πρωτογενούς παραγωγής με την Ελλάδα, η οποία εξάγει τρόφιμα αξίας 27 δισ., ενώ εμείς εξάγουμε τρόφιμα αξίας 7 δισ. Αυτό συμβαίνει γιατί τα περισσότερα προϊόντα που εξάγουμε δεν είναι τυποποιημένα.


Ποια είναι αυτά τα προϊόντα;

Η πραγματική παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων είναι 17 δισ., με το 40% από αυτά να είναι τρόφιμα. Τα πρώτα σε έσοδα προϊόντα είναι τα φρούτα (2 δισ.), με την Ελλάδα να εξάγει σε κομπόστα ροδάκινο το 50% της παραγωγής όλης της γης, φέτα (500 εκατ.), ελαιόλαδο (500 εκατ.) και ψάρια (700 εκατ.), με την Ελλάδα να είναι η πρώτη σε παραγωγή σε λαβράκι και τσιπούρα.


Πώς μπορούμε να βελτιώσουμε την εξαγωγιμότητα των προϊόντων;

Οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, η απελευθέρωση των αγορών και οι νέες διεθνείς συμφωνίες για την παραγωγή και διάθεση των αγροτικών προϊόντων επιβάλλουν νέα δεδομένα στον αγροτικό τομέα. Οι πιέσεις από τα σούπερ μάρκετ, η νομική ευθύνη του παραγωγού, η αστικοποίηση του πληθυσμού και η απομάκρυνσή του από τους τρόπους παραγωγής, οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες και οι έντονες πιέσεις από τη βιομηχανία τροφίμων, κυρίως για μεταποίηση και τυποποίηση, η τάση για διαφοροποίηση, αλλά και η υποστήριξη από την ΕΕ έθεσαν γρήγορα αυτή την ανάγκη σε εφαρμογή. Οι αγρότες καλούνται να προσαρμόσουν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις τους σε σύγχρονες επιχειρήσεις, ώστε να παράγουν προϊόντα ποιοτικά και ασφαλή, με πιστοποίηση ότι ακολουθήθηκαν ορθές γεωργικές πρακτικές (Agro 2.1, Agro 2.2, ISO 22000, κ.λπ.). Αυτά τα πιστοποιητικά, που έχουν ως βασική προϋπόθεση την τυποποίηση, συνιστούν προαπαιτούμενο για την πώληση των προϊόντων. Η Ελλάδα δεν έχει φτάσει αυτό το στόχο. Για παράδειγμα, το ελαιόλαδο εξάγεται από τη χώρα μας χύμα σε ποσοστό άνω του 90% και τυποποιείται σε άλλη χώρα, συνήθως την Ιταλία, από όπου και εξάγεται σε άλλες αγορές. Έτσι, εμείς το εξάγουμε με 3,5 ευρώ το λίτρο και φτάνει σε σούπερ μάρκετ της Νέας Υόρκης στα 25 ευρώ.


Τι χρειάζεται να γίνει για να μπει και η Ελλάδα στη ροή της τυποποίησης;

Πρώτα, πρέπει να υπάρξει ενημέρωση και οργάνωση των παραγωγών, να μπορέσουν να εφαρμόσουν τα πρωτόκολλα. Προς το παρόν, απεμπολούμε το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας να παράγει τα πιο ποιοτικά προϊόντα στην Ευρώπη, εξαιτίας της βιοποικιλότητας της χώρας. Θα έπρεπε να εστιάσει στην παραγωγή προϊόντων που παράγουν πολύ σημαντική προστιθέμενη αξία, όπως είναι το αιγοπρόβειο κρέας και το γάλα, τα κηπευτικά, οι βιολογικοί βοσκότοποι, τα φαρμακευτικά φυτά. Επίσης, θα έπρεπε να ενισχυθεί η παραγωγή μοναδικών τοπικών προϊόντων, όπως είναι το αμύγδαλο της Θεσσαλίας, το κάστανο της Μελιβοίας, τα φρούτα του Τυρνάβου, τα κεράσια της Αγιάς, τα τυροκομικά της Ελασσόνας, κ.λπ. Επομένως, σε κάθε περιφέρεια της χώρας, σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο, να γίνει ένα πρότυπο αγρόκτημα, για να μαθαίνουν οι νέοι αγρότες να καλλιεργούν, να τυποποιούν και να εξάγουν. Να υπάρξει, δηλαδή, όλη η αλυσίδα αξίας. Με αυτό τον τρόπο, θα αυξάνονταν, σύμφωνα με μελέτες, τα έσοδα από τις εξαγωγές σε 10 δισ. σε τρία χρόνια και σε 14 δισ. σε πέντε χρόνια. Έτσι, θα δημιουργούνταν έως 250.000 θέσεις εργασίας.


Η νέα κοινή αγροτική πολιτική, που πρότεινε η Κομισιόν το 2018, έχει σαφείς στόχους προς την κατεύθυνση όσων έχεις περιγράψει;

Ένα μεγάλο πρόβλημα που ακόμα δεν έχουμε αντιμετωπίσει είναι η φυγή της γνώσης. Στα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν τρέξει πάρα πολλά ερευνητικά προγράμματα που καλύπτουν όλα όσα συζητάμε σήμερα (ιχνηλασιμότητα, πιστοποίηση, αποθήκευση και διανομή), και τίποτα δεν έχει φτάσει στην πραγματική οικονομία, στην επιχείρηση και στον καταναλωτή, με ευθύνη των υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης, Παιδείας, Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης. Είναι τρομακτικό το έλλειμμα γνώσης σε υψηλού επιπέδου στελέχη του διοικητικού μηχανισμού. Πήγα στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή και εντυπωσιάστηκα από την υποδομή σε παραγωγή και τυποποίηση. Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν έχουν αντίστοιχη υποδομή και θα πρέπει να δοθούν τα κονδύλια για να μπορέσουν να παράγουν προϊόντα. Πρέπει από το υπουργείο να ξεκινήσει μια προσπάθεια πραγματικής ανασυγκρότησης, η οποία θα περιλαμβάνει και τα Επαγγελματικά Λύκεια, για να μπορέσουμε να ακουμπήσουμε τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση.


Στην Ελλάδα προστατεύουμε τους σπόρους μας; Χρησιμοποιούμε παραδοσιακούς σπόρους;

Στην αγορά προωθούνται πιστοποιημένοι σπόροι, που έρχονται από το εξωτερικό, και οι ντόπιοι σπόροι, επειδή δεν είναι πιστοποιημένοι, δεν χρησιμοποιούνται. Πρέπει, οπωσδήποτε, να πάψει η εκκρεμότητα πιστοποίησης πολλαπλασιαστικού υλικού. Για παράδειγμα, στα φαρμακευτικά φυτά, ελάχιστα είναι πιστοποιημένα, με αποτέλεσμα οι περισσότερες καλλιέργειες να έρχονται από πολλαπλασιαστικό υλικό από το εξωτερικό.


Η πανδημία ανέδειξε, θεωρείς, κάποια ζητήματα;

Η υγειονομική κρίση έπιασε «αδιάβαστη» την ανθρωπότητα και ανέδειξε πολλά ζητήματα όσον αφορά τη διάθεση τροφίμων, την ποιότητά τους και την αυτάρκειά τους. Έχω την αίσθηση ότι το επόμενο διάστημα θα ανοίξουν πολλές συζητήσεις σε αυτό το επίπεδο, ειδικά στο ζήτημα της αυτάρκειας. Δεν επιτρέπεται μία χώρα που εξήγαγε ζάχαρη, να εισάγει, επειδή με εντολή καταστράφηκε η παραγωγή.


Στην Ελλάδα παράγονται τόνοι προϊόντων που καταστρέφονται. Σε αυτό τον τομέα μπορεί να υπάρξει παρέμβαση;

Η σπατάλη είναι ένα θέμα που απασχολεί και για αυτό περιλαμβάνεται στους στόχους του προγράμματος. Η κατεύθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής είναι να οριστεί πλαίσιο που να καλύπτει τις βασικές ανάγκες του καταναλωτή. Αυτή τη στιγμή γίνεται μια πολύ μεγάλη συζήτηση για την επισήμανση των τροφίμων. Έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα, το Nutri-Score, το οποίο κάποιες χώρες έχουν υιοθετήσει (Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία και Ισπανία), σε συνεργασία με εταιρείες, και θάβει (βάζει τη χειρότερη βαθμολογία) τα τοπικά προϊόντα του Νότου: τυροκομικά, ελαιόλαδο, μέλι, φυσικοί χυμοί. Η Ελλάδα θα πρέπει να παίξει ρόλο σε αυτή τη συζήτηση, καθώς μέχρι το τέλος του 2022 θα πρέπει να αποσαφηνιστεί αν θα πρέπει να υπάρχει ένα κοινό σήμα. Θα πρέπει έως τότε να διαμορφωθεί ένα σύστημα διατροφικής επισήμανσης, που θα έχει να κάνει με την υγεία των καταναλωτών και θα είναι και εναρμονισμένο με το πρόγραμμα Από το Χωράφι στο Πιάτο.

Η νέα αντίληψη για την γεωργία είναι ένας τρόπος για να ενισχυθεί η μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα και οι αγρότες; Ή τους αφήνει απέξω;

Είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση. Για την Ελλάδα είναι τελείως διαφορετική η κατεύθυνση, από ότι είναι στην Κεντρική Ευρώπη. Επειδή υπάρχει μια τάση στη διεθνοποιημένη αγορά συμπίεσης του κόστους και αναζήτησης πρώτων υλών που εξυπηρετούν τη μαζική βιομηχανία τροφίμων, η Ελλάδα ως μια περιοχή πρωτογενούς παραγωγής δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με όρους μαζικής παραγωγής τις υπόλοιπες χώρες. Δεν της το επιτρέπει το μέγεθός της. Το πλεονέκτημά της είναι οι μικρές παραγωγές και αυτό μπορεί να της δώσει αυτάρκεια και εξαγωγές.

 

πηγή:epohi.gr

Σχόλια