Της Κυριακής Μπεϊόγλου «Ερχόσαντε εργάτες από άλλες περιοχές. Καλαβρυτινοί, Τριπολιτσιώτες, Ρουμελιώτες, από εκεί ερχόσαντε ο κόσμος. Ητανε ...
Της Κυριακής Μπεϊόγλου
«Ερχόσαντε εργάτες από άλλες περιοχές. Καλαβρυτινοί, Τριπολιτσιώτες, Ρουμελιώτες, από εκεί ερχόσαντε ο κόσμος. Ητανε φτωχοί στα χωριά και δεν είχανε τίποτα. Κι ερχόσαντε εκεί πέρα και δουλεύανε. Και ήτανε πολύς ο κόσμος τότε, και καθόσαντε και σκάβανε. Τους είχαμε στο σπίτι μας, τους ταΐζαμε, κοιμόσαντε, τους είχαμε ρούχα. Απ’ τη Ρούμελη τι να φέρει ο άλλος; Πολλοί Καλαβρυτινοί ερχόσαντε και αυτοί όλο πίνανε κρασί και τραγουδάγανε, όλο τραγούδια ήσαντε αυτοί, ήσαντε καλοί άνθρωποι, ήσαντε φτωχοί αλλά ήσαντε καλοί.
Δουλέψαμε σκύλινα και οβρέικα. Εμένα τα χέρια μου έχουνε μέσα καντήλες…». Η κυρία Πηνελόπη, πρώην καλλιεργήτρια σταφίδας, 79 χρόνων σήμερα, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ πως η φωνή της μέσα σε ένα μηχάνημα θα περνούσε στα δικά μου αυτιά που με δυο ακουστικά μπροστά στη Χαρτοποιία του Αιγίου και κοιτάζοντας τον Κόλπο της Αιγιάλειας θα προσπαθούσα να φανταστώ τη ζωή της τότε.
Οταν έβλεπε τα πριμαρόλια, τα καράβια που φορτωμένα με την καλύτερη σταφίδα έφευγαν από τον ίδιο κόλπο για τις χώρες της Δύσης και της Ανατολής. Δεν θα μπορούσε να ποτέ να φανταστεί πως αυτή και οι «συναδέλφισσές» της θα γίνονταν υλικό και ζώσα ιστορία στα χέρια εικαστικών και τώρα, μέσα από έργα τέχνης στον Κήπο της Χαρτοποιίας, τα Πριμαρόλια είναι φεστιβάλ.
Δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως έγινε μια ψηφίδα στην ύφανση ενός σύγχρονου έργου τέχνης, μαζί με άλλες ψηφίδες της «Αλληλοβοήθειας», του σωματείου σταφιδεργατών του Αιγίου, σε ένα «χαλί» που δημιούργησε η εικαστικός Μαρία Βαρελά. Και όμως. Η φωνή της έφτασε ώς εμάς. Πότε δυναμική και πότε συγκινημένη. Αυτό το «ερχόσαντε ο κόσμος…» που επαναλαμβάνει διαρκώς έχει κάτι περισσότερο.
Εχει όλη τη σημασία της «αλληλοβοήθειας» για την Ελλάδα του καιρού εκείνου που προσπαθούσε να ορθοποδήσει, να επιβιώσει. Με χέρια γεμάτα καντήλες έστω, αλλά με την αλληλεγγύη απέναντι στον ξενομερίτη που ερχόταν να δουλέψει. Πού πήγε όλο αυτό; Πώς άλλαξε έτσι ο «σύγχρονος» Ελληνας; Πώς έγινε τόσο καχύποπτος, τόσο «μόνος»; Ισως μας απαντήσει κάποτε η πολιτική και κοινωνική επιστήμη.
«Το 1957 πήρα το πρώτο μου μεροκάματο. Δέκα δραχμές και ράντιζα με την ψεκαστήρα της πλάτης. Ξεκινάγαμε από τον ήλιο… που έσκαγε ο ήλιος μέχρι να πέσει ο ήλιος…». Ακούω τώρα τον κ. Αλκιβιάδη. Κοιτάζω γύρω μου τα εγκαταλελειμμένα κτίρια του χαρτιού, του λαδιού, της σταφίδας. Ναι, σκέφτομαι, για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή,
Θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
πηγή: efsyn.gr
Σχόλια