Γράφει ο Φάνης Γέμτος* Τον τελευταίο χρόνο, με την ελπίδα για το τέλος της πανδημίας, και την ανάπτυξη των οικονομιών (στη χώρα μας έφτασε τ...
Τον τελευταίο χρόνο, με την ελπίδα για το τέλος της πανδημίας, και την ανάπτυξη των οικονομιών (στη χώρα μας έφτασε το 8%) που εκτίναξε τη ζήτηση προϊόντων, είδαμε σειρά φαινομένων που μάλλον μας ξάφνιασαν. Η τεράστια άνοδος των τιμών των σιτηρών, η αύξηση του
κόστους μεταφοράς προϊόντων, η έλλειψη πρώτων υλών και ειδικών προϊόντων, όπως ηλεκτρονικά εξαρτήματα και ανταλλακτικά αυτοκινήτων κ.λπ. το καλοκαίρι ήταν η αρχή. Από τον Σεπτέμβριο άρχισε μια αύξηση των τιμών της ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και στη συνέχεια στο ηλεκτρικό ρεύμα) που εκτόξευσε τις τιμές προϊόντων όπως τα αζωτούχα λιπάσματα.
Αυτά επηρέασαν σημαντικά τον γεωργικό τομέα της χώρας και οδήγησαν πολλούς αγρότες να στραφούν σε ξηρικές καλλιέργειες.
Ιδιαίτερα στη Θεσσαλία η μη εκτέλεση έργων ταμίευσης νερού στα βουνά περιφερειακά της πεδιάδας που θα παρείχαν φθηνό και καλής ποιότητας νερό (με επί πλέον παραγωγή ενέργειας) και η στήριξη της άρδευσης σε άντληση νερού από συνεχώς μεγαλύτερα βάθη (καθώς η ληστρική εκμετάλλευση των υπόγειων υδροφορέων συνεχίζεται) έκαναν το κόστος άρδευσης απαγορευτικό με τις παλιές και ίσως κανονικές τιμές των προϊόντων. Και πάνω σε όλα αυτά ήρθε και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία να κάνει ακόμα χειρότερα τα πράγματα.
Σήμερα βλέπουμε τις τιμές όλων των προϊόντων να αυξάνονται και τον πληθωρισμό να φτάνει τον προηγούμενο μήνα στο 8% στη χώρα μας. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού δυσκολεύεται να καλύψει τις αναγκαίες δαπάνες του. Το χειρότερο είναι ότι αρχίζει να φαίνεται στον ορίζοντα πρόβλημα ασφάλειας της διατροφής μας. Ίσως για εμάς όχι τόσο άμεσο, αλλά για πολλούς πληθυσμούς του πλανήτη (Αφρική, Ασία) ιδιαίτερα έντονο και επικίνδυνο για τις ισορροπίες που σήμερα υπάρχουν και κινδυνεύουν να ανατραπούν.
Όλα αυτά ας ελπίσουμε να ξυπνήσουν το πολιτικό μας σύστημα. Να επανασχεδιαστεί το ενεργειακό μας σύστημα με ενίσχυση της Υδροηλεκτρικής Ενέργειας (ΥΕ) όπου μπορεί να παραχθεί, με έργα αποθήκευσης ενέργειας όπου μπορεί να εφαρμοστεί αντλισιο-ταμίευση (π.χ. Φράγμα Συκιάς), με ταυτόχρονη εξασφάλιση αποθήκευσης νερού για περιόδους ξηρασίας, ρύθμιση ροής νερών για αποτροπή πλημυρών και εξασφάλιση φθηνού και καλής ποιότητας νερού για αρδεύσεις.
Παράλληλα εγκατάσταση ανεμογεννητριών όπου υπάρχει αέρας και Φ/Β σε άγονες εκτάσεις και πετροβούνια. Επί τέλους να αξιοποιήσουμε τα τυχόν αποθέματα υδρογονανθράκων που έχουμε. Ας ξεφύγουμε από τη λογική των δήθεν οικολόγων του όχι σε όλα, που αναστέλλει κάθε προσπάθεια παραγωγής στη χώρα, καθώς κάθε τεχνικό έργο «καταστρέφει» το περιβάλλον.
Μεγάλο μέρος ευθύνης αντιμετώπισης των προβλημάτων έρχεται στον πρωτογενή τομέα της χώρας. Η παραγωγή προϊόντων για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας, αλλά και του πλανήτη είναι στις υποχρεώσεις μας.
Η κοινωνία μας ανέθεσε αυτόν τον ρόλο και οφείλουμε να ανταποκριθούμε. Ακούω απόψεις να ρίξουμε λιγότερα λιπάσματα για να μειώσουμε το κόστος παραγωγής. Είναι σωστό αυτό; Μήπως οι τιμές που αναμένονται να είναι υψηλές υπερκαλύψουν το κόστος παραγωγής; Ας το δούμε λίγο αναλυτικά.
Αν στο σκληρό σιτάρι δεν προσθέσουμε το λίπασμα που πρέπει θα πάρουμε μειωμένη παραγωγή με χαμηλή ποιότητα.
Αν π.χ. παράγουμε συνήθως 300-400 κιλά το στρέμμα με λιγότερο λίπασμα θα παράγουμε 200. Τα 15 κιλά (μονάδες) άζωτο το στρέμμα κόστιζαν γύρω στα 15 €/στρ., σήμερα κοστίζουν 45. Τα 100 κιλά σιτάρι όμως με 400€/τόνος μάς δίνουν 40 €/στρ.
Ένας αντίστοιχος λογαριασμός για το καλαμπόκι ή το βαμβάκι μας δίνει ανάλογα (μάλλον μεγαλύτερα) οφέλη, ακόμη και με τον υπολογισμό του υψηλού κόστους ενέργειας. Γι’ αυτό η γνώμη μου είναι ότι καλλιεργούμε όπως πρέπει για να παράγουμε και να καλύψουμε τις ανάγκες της κοινωνίας.
Ένα δεύτερο θέμα είναι η πρόταση της Κυβέρνησης να καλλιεργήσουμε τα χωράφια σε αγρανάπαυση με ηλίανθο. Μια άλλη ιδέα είναι να βάλουμε επίσπορη καλλιέργεια ηλίανθου μετά από σιτηρό το καλοκαίρι. Και τα δύο αποσκοπούν σε έναν σημαντικό στόχο.
Την ΠΑΡΑΓΩΓΗ προϊόντων διατροφής για κάλυψη των ελλείψεων που θα προκύψουν από τη μείωση της παραγωγής κυρίως στην Ουκρανία και ενδεχόμενη μείωση των εισαγωγών από τη Ρωσία.
Εδώ μπαίνουμε σε μια λογική διπλών καλλιεργειών για αύξηση της παραγωγής. Έχω γράψει πολλές φορές για το θέμα. Η δυνατότητα διπλών καλλιεργειών τον χρόνο, κυρίως για παραγωγή ζωοτροφών για τα μηρυκαστικά, έχει μελετηθεί με θετικά αποτελέσματα. Ανάμεσα σε δύο εαρινές καλλιέργειες π.χ. βαμβάκι ή καλαμπόκι, μπορεί να σπαρεί ένα μείγμα ψυχανθών και αγρωστωδών που έδωσε (σε πειράματα στο Π.Θ. από το 2012-15) μέχρι 900 κιλά/στρ. ξηρού χόρτου. Αυτό είναι ένα γενικότερο θέμα.
Για φέτος θα συμφωνήσω με την πρόταση της Κυβέρνησης για καλλιέργεια εκτάσεων αγρανάπαυσης με ηλίανθο, αλλά όπου υπάρχει νερό και άλλων καλλιεργειών, όπως καλαμπόκι.
Για επίσπορη καλλιέργεια σε αρδευόμενα χωράφια όμως θα πρότεινα τη σόγια. Σε πειράματα στο Π.Θ. είχαμε καλλιεργήσει επίσπορη σόγια με πολύ καλές αποδόσεις της τάξεως των 300-350 κιλών/στρ.
Η καλλιέργεια έχει ενδιαφέρον, καθώς ως ψυχανθές δεν χρειάζεται αζωτούχο λίπανση, ενώ διίστανται οι απόψεις για το πόσο άζωτο αφήνει στο έδαφος για την επόμενη χρονιά. Βέβαια δεν έχουμε εμπειρία από την καλλιέργεια και θέλει προσοχή και καλή καθοδήγηση για τους αγρότες.
Όταν σπέρνουμε επενδύουμε τον σπόρο με αζωτοβακτήρια που συμβιούν με τις ρίζες των ψυχανθών και δεσμεύουν το άζωτο από την ατμόσφαιρα. Το υλικό που προσθέτουμε στον σπόρο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο και πρέπει να διατηρηθεί σε ψυγείο για να μη χαλάσει.
Αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Υπάρχουν και προβλήματα πολιτικής, στα οποία θα αναφερθώ σε επόμενο σημείωμα μαζί με κάποια σχόλια για τις απόψεις των πολιτικών μας για τον πρωτογενή τομέα.
*Γράφει ο Φάνης Γέμτος,
γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
πηγή:eleftheria.gr
Σχόλια