Κάποτε συνηθίζαμε να ακούμε τη φράση «υγρός χρυσός» και να σκεφτόμαστε αυτομάτως το πετρέλαιο. Η διαχρονικά υψηλή εμπορική του αξία εύλογα τ...
Κάποτε συνηθίζαμε να ακούμε τη φράση «υγρός χρυσός» και να σκεφτόμαστε αυτομάτως το πετρέλαιο. Η διαχρονικά υψηλή εμπορική του αξία εύλογα του έχει χαρίσει εδώ και χρόνια το ψευδώνυμο. Φέτος, όμως, θα μπορούσαμε κάλλιστα να χρησιμοποιήσουμε τον όρο για να χαρακτηρίσουμε το ελαιόλαδο, κι όχι μονάχα για να αναφερθούμε στο χρυσαφένιο του χρώμα.
Το πιο βασικό και απαραίτητο συστατικό της μεσογειακής κουζίνας, άρρηκτα συνδεδεμένο στη συλλογική μας αντίληψη με την απλότητα και τον γαστρονομικό μινιμαλισμό, έχει βιώσει μια αστρονομική αύξηση τιμών, με την παγκόσμια αξία του να έχει υπερδιπλασιαστεί σε κάτω από δώδεκα μήνες. Πλέον συγκαταλέγεται στην κορυφή της λίστας των αγαθών με τη μεγαλύτερη ακρίβεια για το 2023, και αν οι τάσεις των αγορών δεν αντιστραφούν, κινδυνεύει να μεταμορφωθεί από αναπόσπαστο κομμάτι της κουζίνας του μέσου νοικοκυριού σε luxury γαστρονομικό αγαθό.
Είναι πραγματικά πρωτοφανής η φρενήρης πορεία των τιμών του ελαιόλαδου. Αρκεί μια ματιά στους πίνακες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που χαρτογραφούν τη μέση παγκόσμια αξία του αγροτικού προϊόντος, για να αντιληφθεί κανείς πόσο εξωφρενική είναι η μετεωρική τάση των τιμών του.
Τον Αύγουστο που μας πέρασε, η μέση τιμή του ελαιόλαδου άγγιξε τα 9,043 δολάρια ανά τόνο, τη στιγμή που πέρυσι το καλοκαίρι βρισκόταν στα 4.247 δολάρια ανά τόνο ενώ το καλοκαίρι του 2019 μετά βίας ξεπερνούσε τα 3.000 δολάρια.
Πλέον συγκαταλέγεται στην κορυφή της λίστας των αγαθών με τη μεγαλύτερη ακρίβεια για το 2023, και αν οι τάσεις των αγορών δεν αντιστραφούν, κινδυνεύει να μεταμορφωθεί από αναπόσπαστο κομμάτι της κουζίνας του μέσου νοικοκυριού σε luxury γαστρονομικό αγαθό.
Όπως και οι περισσότερες αντίστοιχες απότομες αυξομειώσεις στις τιμές των αγαθών, έτσι και το φετινό κύμα της ακρίβειας στο ελαιόλαδο είναι αποτέλεσμα αλλαγών στη συνάρτηση της προσφοράς και της ζήτησης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ακρίβεια οφείλεται κυρίως στην κατακόρυφη πτώση στην παραγωγή του ελαιόλαδου στην Ισπανία, τον ισχυρότερο παίχτη της αγοράς και κατ’ επέκταση trend-setter της παγκόσμιας αξίας, όπου μια σειρά διόλου ευνοϊκών καιρικών συνθηκών συρρίκνωσαν την πλούσια ελαιοπαραγωγή της δημιουργώντας ένα τεράστιο παγκόσμιο έλλειμα.
Η παγκόσμια τιμή ελαιολαδου από το ΔΝΤ© Παρέχεται από: LiFO
«Δεν υπερβάλλω λέγοντάς σας πως η παραγωγή μου έχει πέσει φέτος στο ένα τρίτο του μέσου όρου, μιλάμε πραγματικά για δύο απανωτές καταστροφικές χρονιές που έχουν προκαλέσει μεγάλη κρίση στην περιοχή» εξηγεί στη LiFO ο Φερνάντο Λουίζ Ντιέθ, ελαιοπαραγωγός που δραστηριοποιείται στην περιφέρεια της Καστίγια-Λα Μάντσα, έξω από το Τολέδο, όπου οι πυκνοί ελαιώνες της περιοχής συνήθιζαν να παράγουν πλούσιες ποσότητες παρθένου ελαιόλαδου. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, οι κακές χρονιές οφείλονται σε «διαδοχικές περιόδους ασυνήθιστης ξηρασίας, σε παρατεταμένους καύσωνες που σε συνδυασμό με την λειψυδρία καταστρέφουν τις ελιές, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τους ελαιώνες και δημιουργώντας αλυσιδωτές συνέπειες και για την παραγωγή των επόμενων ετών».
Η δραματική πτώση της παραγωγής του ελαιόλαδου δεν σημαίνει πως, ταυτόχρονα, έπεσε και η ζήτηση για αυτό: το προϊόν παραμένει εξαιρετικά αγαπητό στις παγκόσμιες αγορές, μεταξύ άλλων και στη μακρινή Ασία όπου απολαμβάνει μια νέα περίοδο δημοφιλίας, οδηγώντας αναπόφευκτα σε ένα τεράστιο έλλειμα. Σύμφωνα με το παρατηρητήριο του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιόλαδου, το τελευταίο εξάμηνο καταναλώθηκαν παγκοσμίως 3,1 μεγάτονοι ελαιόλαδου, δηλαδή 400.000 τόνοι περισσότεροι από όσους παρήχθησαν στο αντίστοιχο διάστημα.
Η παγκόσμια έλλειψη φέρνει, λοιπόν, μαζί της τρομακτικές αυξήσεις στις τιμές του ελαιόλαδου, μαζί και στη χώρα μας, όπως συμπεραίνει και το Διεθνές Συμβουλίο Ελαιόλαδου μέσα από την παρατήρηση των τιμών στις περιοχές του Χαέν της Ισπανίας, του Μπάρι της Ιταλίας αλλά και των δικών μας Χανίων της Κρήτης. Και οι τρείς αυτές περιοχές έχουν επιλεχθεί ως αντιπροσωπευτικές για τη μελέτη των τριών μεγαλύτερων ελαιοπαραγωγών της Ε.Ε. λόγω της πλούσιας παραγωγής τους – άλλωστε η Μεσογειακή τριάδα των κρατών καλύπτει περισσότερο από το 60% της παγκόσμιας παραγωγής, και κατ’ επέκταση οι τιμές τους έχουν μεγάλο αντίκτυπο σε άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες και στα έλαια που σκοπεύουν να εξαγάγουν.
Στο Χαέν οι τιμές του παρθένου ελαιόλαδου αγγίζουν σήμερα τα 471 ευρώ/100 κιλά (αύξηση 50%), στο Μπάρι η τιμή ξεπερνά τα 600 ευρώ/100 κιλά (αύξηση 44%), ενώ στα Χανιά το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο πωλείται στα 405 ευρώ/100 κιλά, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 37% από την περσινή τιμή.
Οι τιμές του ελαιόλαδου σε Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα© Παρέχεται από: LiFO
Η ξέφρενη ανοδική πορεία της τιμής του ελαιόλαδου είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης και στη χώρα μας, όπως επιβεβαιώνει ο Βασίλης Φραντζολάς, δοκιμαστής και σύμβουλος ποιότητάς, ο οποίος βρίσκεται στον χώρο του ελαιόλαδου από το 2000, είναι συγγραφέας του βιβλίου «Σύγχρονες τεχνικές ελαιοκομίας και παραγωγής ποιοτικού ελαιόλαδου», οργανώνει και διδάσκει σε σεμινάρια για παραγώγους επί είκοσι χρόνια. «Η Ισπανία, η πρώτη ελαιοπαραγωγός χώρα η οποία καθορίζει παγκοσμίως τις τιμές του προϊόντος, είχε επί δύο χρόνια μεγάλες περιόδους με έντονους καύσωνες. Πέρυσι είχε παραγωγή μειωμένη κατά 60% ενώ και φέτος προβλέπεται μια παρόμοια κατάσταση με επιπλέον χαρακτηριστικό όμως ότι και στην Ελλάδα η παραγωγή θα είναι μειωμένη κατά 50%, όπως επίσης και αυτή της Τυνησίας καθώς και της Τουρκίας» εξηγεί χαρακτηριστικά.
Η γενική πρόβλεψή του για την χρονιά 2023-2024 είναι λοιπόν αρκετά δυσοίωνη: εκτιμά πως η ακρίβεια θα επιμείνει, καθώς εξακολουθεί να υπάρχει το έλλειμμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης που σήμερα υπολογίζεται περί τους 400.000 τόνους και το οποίο δεν αποκλείεται να διογκωθεί. «Με αυτά τα δεδομένα και με την επισήμανση ότι τα παγκόσμια αποθέματα βρίσκονται στα μικρότερα επίπεδα, αναμένονται εξωφρενικές αυξήσεις που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει».
Η πεσμένη ελαιοπαραγωγή και η ακρίβεια στην Ελλάδα
Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί παραγωγοί είναι πώς όταν αρχίζουν να μαζεύουν τις ελιές από τον Δεκέμβριο, υπάρχει επίπτωση στην επόμενη παραγωγή, κάτι που είδαμε να συμβαίνει τόσο στην Κρήτη όσο και στην Πελοπόννησο που μάζεψαν τις ελιές αργά. Φωτ.: George Rose/Getty Images© Παρέχεται από: LiFO
Σύμφωνα με τον Βασίλη Φραντζολά, η φετινή μείωση της παραγωγής που παρατηρήθηκε και εντός της χώρας μας οφείλεται σε τρεις λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με τη φυσιολογία του δέντρου της ελιάς: η περσινή ήταν μια εξαιρετική χρονιά για το ελληνικό ελαιόλαδο, συνεπώς φέτος ήταν αναμενόμενο πως η παραγωγή θα είναι σχετικά πεσμένη. Ο δεύτερος αφορά το κλίμα, τις θερμοκρασίες του φετινού χειμώνα οι οποίες ήταν υψηλότερες από αυτές που θέλει η ελιά τον χειμώνα για να μπορέσει να δέσει ο καρπός της – κάτι που βέβαια έχει ξανασυμβεί πριν ακόμα αρχίσουμε να βιώνουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Τους δύο αυτούς παράγοντες επιβεβαιώνουν και δεκάδες μικροί ελαιοπαραγωγοί της Ελλάδας, οι καλλιέργειες των οποίων είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις ασυνήθιστες καιρικές συνθήκες. «Συνήθως οι ελαιώνες μας παρήγαγαν αρκετό λάδι για να περισσέψουν αρκετά μπουκάλια ώστε να δώσουμε σε φίλους και συγγενείς» αναφέρει η Ντίνα Αργυροπούλου, η οικογένεια της οποίας διατηρεί έναν μικρό ελαιώνα στον Μάνεση της Αργολίδας. «Φέτος, όμως, από το ελαιόλαδο που καταφέραμε να παραγάγουμε με το ζόρι έφτασε για λίγα μπουκάλια για εμάς τους ίδιους», συμπληρώνει.
ΠΗΓΗ: LiFO
Σχόλια