Γράφει ο Χρ. Τσαντήλας* Πώς θα αποκατασταθούν τα εδάφη που επηρεάστηκαν από τις πλημμύρες . Σε προηγούμενο άρθρο («Ε» 25-9-23) αναφερθήκαμε ...
Πώς θα αποκατασταθούν τα εδάφη που επηρεάστηκαν από τις πλημμύρες . Σε προηγούμενο άρθρο («Ε» 25-9-23) αναφερθήκαμε γενικά στο πώς και πότε θα ξανακαλλιεργηθούν τα εδάφη που πλήγηκαν από τον Daniel με διαφορετική ένταση προκαλώντας από απλές επανορθώσιμες ζημίες έως ακραίες μη αντιστρεπτές καταστροφές.
Ακολούθησε όμως ο Elias και επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την κατάσταση πολλαπλασιάζοντας τις εκτάσεις που είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να αποκατασταθούν.
Στο μεταξύ γίναμε μάρτυρες στον δημόσιο λόγο «απόψεων» με τόσο μεγάλες αποκλίσεις που τις καθιστούν πλήρως αναξιόπιστες.
Στην προσπάθεια να προσφερθεί στους ενδιαφερόμενους επιστημονικά ορθή και αντικειμενική πληροφόρηση, σε μερικά άρθρα θα αναφερθούν συγκεκριμένα μέτρα αποκατάστασης των εδαφών, όπως έχουν χρησιμοποιηθεί στη διεθνή πρακτική, ώστε αυτά να ξαναχρησιμοποιηθούν παραγωγικά στη γεωργία.
Κατ’ αρχάς η πρώτη τελείως απαραίτητη ενέργεια είναι η αποτύπωση της κατάστασης των εδαφών μετά τα δύο πολύ έντονα φαινόμενα (DanielκαιElias). Αυτό μπορεί να γίνει συνδυάζοντας φωτογραφικό υλικό (δορυφορικές εικόνες) με επί τόπου παρατηρήσεις.
Η διαδικασία αυτή πρέπει να γίνει από ειδικούς και απαιτεί κάποιο υπολογίσιμο χρόνο. Με το πέρας αυτής της αναγνωριστικής εργασίας θα υπάρξει μία καθαρότερη εικόνα για τις περιοχές που έχουν επηρεασθεί από τις πλημμύρες και μια πρώτη μακροσκοπική εκτίμηση των ζημιών στις δύο ευδιάκριτες ζώνες, δηλαδή στα επικλινή και στα επίπεδα εδάφη.
Στα επικλινή εδάφη οι αναγνωριστικές αυτές εργασίες μπορούν να αρχίσουν άμεσα, ενώ στα επίπεδα πρέπει πρώτα να αποτραβηχθούν τα επιφανειακά νερά από όλες τις θέσεις για να καταστεί δυνατή η πρόσβαση.
Σημειώνεται ότι τα επικλινή εδάφη αποτελούν σημαντικό τμήμα των γεωργικών εδαφών της Θεσσαλίας, στις οποίες κατά κανόνα ασκείται ξηρική γεωργία και επομένως είναι πιο ευπαθή και ευάλωτα στη μείωση της παραγωγικότητάς τους.
Στα εδάφη αυτά, για τα οποία θα αναφερθούμε στο σημερινό άρθρο, η ζημία από τις πλημμύρες προκαλείται από την απόσπαση και μετακίνηση με το νερό μεγάλων ποσοτήτων επιφανειακού εδάφους μέσω της διάβρωσης ή της μετακίνησης μεγάλων μαζών εδάφους που προσεγγίζουν τα χαρακτηριστικά κατολισθήσεων.
Από επί τόπου παρατηρήσεις μας σε αντιπροσωπευτικές επικλινείς περιοχές, η μία από την περιοχή του χωριού Πέτρινο Καρδίτσας μέχρι τον Ενιπέα και η άλλη στο χωριό Σοφό που βρίσκεται στις λοφοσειρές κατά μήκος της κατεύθυνσης από Λάρισα προς Φάρσαλα, διαπιστώνεται πολύ εύκολα η μεγάλη ετερογένεια στις ζημίες που προκλήθηκαν οι οποίες είναι από ελάχιστες έως πλήρεις καταστροφές.
Αυτό επιβάλλει εκείνο που προαναφέρθηκε, δηλαδή τη χαρτογραφική αποτύπωσή τους, ώστε να προσδιορισθούν οι θέσεις που χρήζουν αποκατάστασης.
Το είδος και το μέγεθος των ζημιών των εδαφών εξαρτώνται από ορισμένους βασικούς παράγοντες, όπως η τοπογραφία (μέγεθος κλίσης), ο τύπος του εδάφους (αργιλώδες, αμμώδες κ.λπ) και του εδαφικού υποστρώματος (π.χ. αργιλική απόθεση, μάργα), η κάλυψη του εδάφους, βλάστηση (εάν υπήρχε) και τα χαρακτηριστικά της βροχής (ένταση, διάρκεια). Αυτά επιβεβαιώθηκαν πλήρως από τις επί τόπου παρατηρήσεις μας.
Έτσι στις επικλινείς περιοχές του Πέτρινου, όπου τα εδάφη έχουν σχηματισθεί από υλικά που μετακινήθηκαν με το νερό ή τη βαρύτητα από τις υψηλότερες θέσεις του βουνού (κολουβιακές αποθέσεις) και τα οποία είναι αργιλώδη έχοντας σχηματισθεί πάνω σε ασβεστόλιθους που δίνουν γένεση σε τέτοια εδάφη, συναντώνται όλες οι μορφές της διάβρωσης που προκαλούνται από το νερό δηλαδή:
α) από την απλή ελαφρά απόσταση επιφανειακού εδάφους (επιφανειακή κατά στρώσεις διάβρωση),
β) την κάπως εντονότερη διάβρωση που προκαλεί μικρά αβαθή αυλάκια (έως 10-20 εκ.) (αυλακοειδής διάβρωση) και γ) την ισχυρότερη διάβρωση που δημιουργεί μικρές χαράδρες βάθους από 30 εκ. έως και 1.5 – 2.0 μέτρα (χαραδρωτική διάβρωση) (βλ. φωτ. 1).
Εάν στα χωράφια που συναντώνται αυτά τα φαινόμενα υπάρχει καλλιέργεια (π.χ. βαμβάκι) οι ζημίες που έχουν προκληθεί είναι από ασήμαντες στις θέσεις με επιφανειακή διάβρωση, μικρές στις θέσεις με αυλακωτή διάβρωση και πλήρης καταστροφή στις περιοχές με χαραδρωτική διάβρωση.
Τα μέτρα αποκατάστασης των εδαφών στις περιοχές αυτές περιλαμβάνουν:
α) στην πρώτη περίπτωση δεν απαιτείται κανένα μέτρο, τα εδάφη μπορούν να καλλιεργηθούν μόλις το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες.
β) στη δεύτερη περίπτωση (αυλακοειδής διάβρωση) μετά τη συλλογή της καλλιέργειας σε κατάλληλο χρόνο αρκεί μία άροση βάθους έως 30 εκατ. και το έδαφος θα επανέλθει από καλλιεργητικής πλευράς στην προηγούμενη κατάσταση.
γ) στην τρίτη περίπτωση (χαραδρωτική διάβρωση-φωτ. 1) η αποκατάσταση είναι από πολύ δύσκολη έως αδύνατη διότι έχει χαθεί όλο το παραγωγικό έδαφος και στην ουσία πρέπει να δημιουργηθεί ένα καινούργιο έδαφος με εδαφικά υλικά που θα μεταφερθούν από αλλού που καθιστά την επιλογή αυτή αδύνατη.
Εάν όλες αυτές οι μορφές διάβρωσης συνυπάρχουν στον ίδιο αγρό, κάτι που είναι συνηθισμένο, τότε η αποκατατάσταση θα περιλαμβάνει συνδυασμό των παραπάνω μέτρων.
Μία απλή συζήτηση με όσους εμπλέκονται σε τέτοιες εργασίες (εταιρείες με σκαπτικά μηχανήματα), οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα ότι οικονομικά η αποκατάσταση αυτή είναι από δύσκολη έως αδύνατη. Στην άλλη περιοχή του χωριού Σοφό η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική.
Στην περιοχή αυτή επειδή τα εδάφη βρίσκονται πάνω σε υπόστρωμα αδιαπέρατο από το νερό, το οποίο όταν υγραίνεται είναι ολισθηρό (αυτά τα υλικά ονομάζονται μάργες) η εκδήλωση του φαινομένου της διάβρωσης είναι διαφορετική.
Έτσι εκτός από τις μορφές διάβρωσης που αναφέρθηκαν προηγούμενα, παρατηρούνται και ακόμα πιο ακραίες καταστάσεις, δηλαδή μετακίνηση μεγάλων όγκων και έκτασης εδαφικών μαζών (το φαινόμενο αποδίδεται στη σχετική ορολογία massmovement), η οποία είναι ακραία μορφή διάβρωσης εδαφών που ομοιάζει με κατολισθήσεις (βλ. φωτ. 2).
Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται σε μεγάλες εκτάσεις σε όλες τις λοφώδεις περιοχές του άξονα Λάρισας Φαρσάλων και απαιτεί ιδιαίτερη διαχείριση διότι εκτός από τις δυσκολίες στην αποκατάσταση είναι επικίνδυνο για την πρόκληση ατυχημάτων από ανατροπές των γεωργικών ή άλλων μηχανημάτων που δεν γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες αυτές.
Η αποκατάσταση αυτών των εδαφών είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ιδίως λόγω της κακής διαχείρισης που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα, όχι μόνο με ευθύνη των παραγωγών, που καθιστά τα μέτρα αποκατάστασης πολύ πιο δύσκολα και οικονομικά απλησίαστα.
Η αποκατάσταση σε αυτές στις περιοχές δεν μπορεί να γίνει μεμονωμένα από τους ίδιους τους παραγωγούς, αλλά απαιτούνται μέτρα εγγειοβελτιωτικά μεγάλης κλίμακας που πρέπει να αναληφθούν από την Πολιτεία.
Στην πράξη για να διασωθούν αυτά τα εδάφη και να ξαναγίνουν παραγωγικά πρέπει να διαμορφωθούν στις περιοχές αυτές ζώνες καλλιέργειας με αναβαθμίδες ανά διαστήματα και κατά τις ισοϋψείς που θα μειώνουν στο ελάχιστο τη μετακίνηση μαζικών όγκων εδάφους, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα (φωτ. 3).
(Φωτ. 3. Παράδειγμα καλλιέργειας κατά τις ισοϋψείς)
Συμπέρασμα: Απόψεις του τύπου «δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και μπορούν άμεσα να ξανακαλλιεργηθούν τα επηρεασμένα από τις πλημμύρες εδάφη» είναι ανεδαφικές και επιζήμιες. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη καταστροφολογική θέση ότι τα θεσσαλικά εδάφη έχουν καταστραφεί παραγωγικά για τα επόμενα πέντε χρόνια κ.ο.κ. Εκείνο που χρειάζεται είναι άμεσα μελέτη από ειδικούς που θα οδηγήσει σε σοβαρές προτάσεις που θα δώσουν βιώσιμες λύσεις στις περιοχές αυτές. Μπορούν κάλλιστα να το κάνουν αυτό Έλληνες επιστήμονες, δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε στην Ολλανδία γι’ αυτό. (στο επόμενο αναφορά στα επίπεδα εδάφη)
*Γράφει ο Χρ. ΤσαντήλαςΓεωπόνος, δρ.Εδαφολογίας, πρ. Διευθυντής Ινστιτούτου Χαρτογράφησης Εδαφών του πρ. Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (e-mail: christotsadilas@gmail.com).
πηγή: (eleftheria.gr)
Σχόλια