Βιολογικά προϊόντα : Σημαντικοί οι περιορισμοί στον κλάδο της βιολογικής παραγωγής στην Ελλάδα

«Οι περισσότεροι βιοκαλλιεργητές είναι μεμονωμένοι», ενώ παράλληλα «λείπει και η συνεργασία» εντός του κλάδου, γεγονός που εντείνει τα προβλ...


«Οι περισσότεροι βιοκαλλιεργητές είναι μεμονωμένοι», ενώ παράλληλα «λείπει και η συνεργασία» εντός του κλάδου, γεγονός που εντείνει τα προβλήματα του κλάδου και δημιουργεί έναν «φαύλο κύκλο». 



Ένας Έλληνας αγρότης είναι ανάμεσα στους νικητές των βραβείων Βιολογικής Παραγωγής που απονέμονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και περιλαμβάνουν στη διαδικασία της αξιολόγησης συμμετοχές από όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο Θωμάς Μόσχος κέρδισε το βραβείο του καλύτερου (άνδρα) παραγωγού βιολογικών προϊόντων για το 2023, στα τέλη Σεπτεμβρίου, και μιλάει αποκλειστικά στη Euractiv για τον κλάδο της βιολογικής παραγωγής και την επιχειρηματική του εμπειρία στο χώρο.

Περιορισμένη αγορά

Ο κλάδος της βιολογικής παραγωγής στην Ελλάδα «δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος», επισημαίνει ο κ. Μόσχος, και φαίνεται πως η περιορισμένη αυτή ανάπτυξη του κλάδου εντοπίζεται σε όλα τα επίπεδα.

Υπάρχουν «λίγες επιχειρήσεις», οι οποίες λειτουργούν «με πολλές δυσκολίες» αναφέρει ο ίδιος, επισημαίνοντας ότι «οι περισσότεροι βιοκαλλιεργητές είναι μεμονωμένοι», ενώ παράλληλα «λείπει και η συνεργασία» εντός του κλάδου, γεγονός που εντείνει τα προβλήματα και δημιουργεί έναν «φαύλο κύκλο».

Ακόμη ένα πρόβλημα είναι η «περιορισμένη αγορά». Τα βιολογικά προϊόντα πωλούνται κατά κόρων σε εξειδικευμένα καταστήματα βιολογικών προϊόντων και σε εξειδικευμένες λαϊκές αγορές, γεγονός που δυσκολεύει το άνοιγμα σε άλλες αγορές όπως τα σουπερμάρκετ, εξηγεί ο βραβευμένος παραγωγός.

Η περιορισμένη αγορά όμως δεν αφορά μόνο την διάθεση των προϊόντων των βιοπαραγωγών/βιοκαλλιεργητών. Δύσκολη είναι και εύρεση πρώτων υλών στην Ελλάδα για την έναρξη της βιολογικής παραγωγής.

«Η εύρεση πρώτων υλών ήταν από τις πρώτες και πιο σημαντικές δυσκολίες που αντιμετώπισα κατά την έναρξη της επιχείρησής μου», αναφέρει ο κ. Θωμάς Μόσχος, χαρακτηρίζοντας την προσφορά πρώτων υλών για βιολογικά προϊόντα στη χώρα μας ως «πολύ περιορισμένη». Για την κτηνοτροφία μάλιστα ο ίδιος αναφέρει ότι υπάρχουν «ίσως 4-5 εταιρείες σε όλη την Ελλάδα», που παρέχουν πρώτες ύλες για βιολογικά προϊόντα.

Επιφυλακτικοί οι καταναλωτές

Από την άλλη, είναι και η «δυσπιστία των καταναλωτών» απέναντι στα βιολογικά προϊόντα των ντόπιων παραγωγών, καθώς παρατηρείται μια τάση προς τα επώνυμα προϊόντα που ήταν ήδη οικεία στους καταναλωτές από πριν και υπήρχαν στα σουπερμάρκετ.

«Όταν καταφέραμε να έχουμε βιολογικά προϊόντα φθηνότερα από τα συμβατικά στα σουπερμάρκετ, ο καταναλωτής πλέον είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στα σουπερμάρκετ παρά στους παραγωγούς», κάτι που δυστυχώς ισχύει μέχρι και σήμερα, αναφέρει ο βιοπαραγωγός στη Euractiv.

Παράλληλα, εντοπίζεται και η έλλειψη ενσωμάτωσης των βιολογικών προϊόντων στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων κυρίως λόγω ανεπαρκών κρατικών πολιτικών. Έτσι, από τη μία, ο καταναλωτής δεν εξοικειώνεται με τα βιολογικά προϊόντα και από την άλλη, δεν υπάρχει η κατάλληλη στήριξη στην λειτουργία της αγοράς της βιοπαραγωγής /βιοκαλλιέργειας.

Ο κ. Μόσχος αναφέρει το χαρακτηριστικό παράδειγμα της Αυστρίας για να φανεί πώς μια πολιτική μπορεί να έχει πολυεπίπεδο αντίκτυπο και να καθορίσει το μέλλον και την ανάπτυξη του κλάδου στην χώρα.

«Αν η Ελληνική κυβέρνηση είχε πάρει μέτρα όπως η Αυστρία, όπου στην Βιέννη τα νοσοκομεία και τα σχολεία είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιούν μόνο βιολογικά προϊόντα, θα στήριζε και την αγορά, θα κρατούσε τις τιμές σε ικανοποιητικά επίπεδα και θα έδινε και κίνητρα να ασχοληθούν περισσότεροι παραγωγοί», αναφέρει ο κ. Μόσχος.

Η Βιέννη είναι μεταξύ των τριών πόλεων, μαζί με την Ρώμη και την Κοπεγχάγη, που αποτελούν πρότυπο, σύμφωνα με την ΕΕ, για τις πρακτικές ανάπτυξης της αγοράς των βιολογικών προϊόντων. Η Βιέννη διαθέτει ένα δίκτυο παραγωγών που καλλιεργούν εντός της πόλης βιολογικά προϊόντα και τροφοδοτούν κυλικεία σε δημόσιες υπηρεσίες.

Στον αντίποδα, η Ελλάδα δεν εφαρμόζει κανένα παρόμοιο μέτρο ούτε έχει διαμορφώσει κάποια αντίστοιχη πολιτική για την ανάπτυξη του κλάδου. Αυτό «θα το βρούμε μπροστά μας», λέει ο κ. Μόσχος, αφού η Ελλάδα δείχνει να μένει πίσω στην ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής, ενώ άλλες χώρες που έχουν υιοθετήσει απλά μέτρα προχωράνε και ο κλάδος αναπτύσσεται.

Ελλιπής η χρηματοδότηση βιολογικών στην ΕΕ

Ένα ακόμη πρόβλημα είναι η ελλιπής χρηματοδότηση που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις βιολογικής παραγωγής για την αγορά, παραγωγή, πώληση και διάθεση των προϊόντων τους.

«Χρειάζεται οικονομική ενίσχυση όχι μόνο επιδοτήσεων και των λεγόμενων χρηματοδοτικών εργαλείων», σημειώνει ο κ. Μόσχος, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά πως μια «ευρωπαϊκή αγροτική τράπεζα η οποία θα λειτουργεί ανεξάρτητα από τα κράτη και τις κομματικές παρεμβάσεις», θα ενίσχυε τους παραγωγούς όλων των κατηγοριών και θα συνέβαλε σε μια ανάπτυξη του κλάδου της βιοπαραγωγής.

«Είναι αδιανόητο σήμερα η επιχείρηση μας να κοστολογείται στα 2,5 εκατομμύρια ευρώ, να ζητάμε δάνειο για βελτιώσεις ή προώθηση προϊόντων και να μας δίνουν δάνειο της τάξεως των 10.000-20.000 ευρώ», υποστηρίζει ο κ. Μόσχος για τα ελλιπή πρόσβαση σε χρηματοδοτικά διαθέσιμα μέσα, αναφέροντας μάλιστα ότι λαμβάνουν «εξωφρενικά» μεγαλύτερη χρηματοδότηση εταιρίες που παρουσιάζουν παραγωγή «συνθετικών» προϊόντων που καμία σχέση δεν έχουν με τα βιολογικά.

«Η πρόσβαση των αγροτών σε κεφάλαια είναι πιο αναγκαία από ποτέ», επισημαίνει. «Η πολιτική πρέπει να έχει έμφαση στους παραγωγούς όχι στις εταιρείες».

Τέλος, σε ερώτηση για το τι αποκόμισε από την ανοιχτή συζήτηση με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Γεωργίας Γιάνους Βοϊτσεχόφσκι, ύστερα από τη βράβευση, ο κ. Μόσχος δεν έδειξε ιδιαίτερα ικανοποιημένος μιλώντας στη Euractiv Ελλάδας.

«Συζητήσαμε με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Αγροτικής Ανάπτυξης, αλλά δυστυχώς δεν απάντησε συγκεκριμένα για το πως μπορεί να διορθώσει αυτήν την αδικία», σχετικά με την άνιση χρηματοδότηση, είπε στο τέλος ο κ. Μόσχος.



Σχόλια